- αὐτοσώρας
- αὐτοσώρας (αὐτός, ὥρα) adv. at the same time (like αὔθωρον ParJer 3:19 cod. C; s. HUsener, NGG 1892, 45; HDiels, Parmenides’ Lehrgedicht 1897, 95) GPt 5:20.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.